τέννις

τέννις
τέννυς τό άκλ. спорт, теннис

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τέννις" в других словарях:

  • πελότα — Παιχνίδι ισπανικής προέλευσης (pelota), που παίζεται κυρίως στη χώρα των Βάσκων. Διαδόθηκε και σε άλλες χώρες τον 19o αι. Είναι παιχνίδι με μπάλα, που μοιάζει κάπως με εκείνο του τένις, και παίζεται με διαφορετικούς τρόπους. Οι θεατές μπορούν να… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»